σῡκών

σῡκών

σῡκών, ῶνος, ὁ, Feigengarten, LXX.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • συκῶν — σῡκῶν , συκάζω gather fut part act masc voc sg σῡκῶν , συκάζω gather fut part act neut nom/voc/acc sg σῡκῶν , συκάζω gather fut part act masc nom sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σύκων — σύ̱κων , σῦκον fruit of the neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συκῶνα — συκών fig yard masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συκῶνας — συκών fig yard masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συκοφάντης — ο, θηλ. συκοφάντρια, ΝΜΑ, θηλ. και συκοφαντις, ιδος, Α 1. αυτός που διατυπώνει ψευδείς κατηγορίες για κάποιον, που δυσφημεί, διαβολέας 2. (στην αρχ. Αθήνα) α) δημόσιος μηνυτής εκείνων που είχαν κλέψει σύκα από τις ιερές συκιές β) μηνυτής εκείνων… …   Dictionary of Greek

  • συκία — Δέντρο της οικογένειας των Μορεϊδών (δικοτυλήδονα). Επιστημονικά λέγεται φίκος ο καρικός. Όχι πολύ μεγάλο, φύεται σε άγρια κατάσταση στις ξηρές περιοχές της Ελλάδας, της Ασίας και της βόρειας Αφρικής. ‘Ως άγριο συναντιέται και στις μεσογειακές… …   Dictionary of Greek

  • συκιά — Δέντρο της οικογένειας των Μορεϊδών (δικοτυλήδονα). Επιστημονικά λέγεται φίκος ο καρικός. Όχι πολύ μεγάλο, φύεται σε άγρια κατάσταση στις ξηρές περιοχές της Ελλάδας, της Ασίας και της βόρειας Αφρικής. ‘Ως άγριο συναντιέται και στις μεσογειακές… …   Dictionary of Greek

  • κοδώνεα — κοδώνεα, τὰ (Α) είδος σύκων. [ΕΤΥΜΟΛ. Από συμφυρμό τών κόττανον (είδος μικρών σύκων) και κυδώνιον] …   Dictionary of Greek

  • παλάθη — παλάθη, ἡ (Α) 1. αρμαθιά ξηρών καρπών, ιδίως σύκων 2. (γενικά) μάζα από πεπιεσμένους καρπούς, όπως λ.χ. σύκων, ελαιών, σταφίδων. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η λ. παλάθη συνδέεται πιθ. με τις λ. παλάμη*, παλαστή* «παλάμη», πελανός* «είδος… …   Dictionary of Greek

  • σύκινος — η, ο / σύκινος, ίνη, ον, ΝΑ 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη συκιά ή αυτός που προέρχεται από τη συκιά, συκήσιος («σύκινον ξύλον», Ιπποκρ.) 2. αυτός που παρασκευάζεται από σύκα («πώμα σύκινον» ποτό ή κρασί από σύκα, αφέψημα σύκων, Πλούτ.) αρχ …   Dictionary of Greek

  • τρασιά — ἡ, ΜΑ, και ταρσιά και τερσιά και ιων. τ. ταρσιή Α μσν. τόπος ή πλέγμα από καλάμια για την ξήρανση τυριών ή πλίνθων αρχ. 1. πλέγμα από καλάμια στο οποίο ξήραιναν τα σύκα 2. τόπος ξήρανσης των σύκων 3. αλώνι 4. (κατά τον Πολύδ.) «τὸ ἄθροισμα τῶν… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”