- σῡκίς
σῡκίς, ίδος, ἡ, 1) Schnittling vom Feigenbaume zum Pflanzen junger Feigenbäume, συκίδων μοσχίδια, Ar. Ach. 960. – 2) die mit Feigwarzen behaftet ist, Hesych.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σῡκίς, ίδος, ἡ, 1) Schnittling vom Feigenbaume zum Pflanzen junger Feigenbäume, συκίδων μοσχίδια, Ar. Ach. 960. – 2) die mit Feigwarzen behaftet ist, Hesych.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
συκίς — σῡκίς , συκίς slip fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συκίς — ίδος, ἡ, Α 1. παραφυάδα συκιάς 2. (για γυναίκα) αυτή που έχει σαρκώδη εξανθήματα στο σώμα της. [ΕΤΥΜΟΛ. < σῦκον + κατάλ. ίς, ίδος (πρβλ. πινακ ίς)] … Dictionary of Greek
συκάς — Ημιορεινός οικισμός (303 κάτ., υψόμ. 250 μ.), στην επαρχία Φθιώτιδας, του ομώνυμου νομού. Βρίσκεται στα νοτιοανατολικά της Σπερχειάδας. Είναι έδρα της ομώνυμης κοινότητας (6 τ. χλμ., 303 κάτ.). * * * (I) ο, Ν 1. πωλητής σύκων 2. άλλη κοινή… … Dictionary of Greek
συκιδαφόρος — Α 1. (κατά τον Ησύχ.) «ἐνίοτε ὁ συκοφάντης ποτὲ δὲ ὁ συκοπρωκτος» 2. (κατά τον Φώτ.) «συκιδαφόρος ἐστίν ὁ ἐπὶ παντὶ δυσαρεστούμενος καὶ ἀνάγωγος». [ΕΤΥΜΟΛ. < συκίς, ίδος + φόρος*] … Dictionary of Greek
συκίδα — σῡκίδα , συκίς slip fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συκίδας — σῡκίδας , συκίς slip fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συκίδες — σῡκίδες , συκίς slip fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συκίδι — σῡκίδι , συκίς slip fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συκίδων — σῡκίδων , συκίς slip fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)