προς-έλκω

προς-έλκω

προς-έλκω, dazu- od. hinziehen, anziehen, heranziehen, med. an sich ziehen; εἰς φιλότητα, Theogn. 372; Ggstz von ἀπωϑεῖσϑαι, Plat. Rep. IV, 439 b.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • έλκω — και ελκύω (AM ἕλκω και ἑλκύω) 1. σέρνω, τραβώ κάποιον ή κάτι προς το μέρος μου 2. προσελκύω, σαγηνεύω 3. (για πλοίο) καθελκύω, τραβώ από την ξηρά στη θάλασσα 4. (για πλοίο) ρυμουλκώ 5. (για άροτρο, άμαξα, μηχανή) κινούμαι προς τα εμπρός,… …   Dictionary of Greek

  • αντισπώ — ἀντισπῶ ( άω) (Α) 1. έλκω, σύρω κάποιον προς τα πίσω, συγκρατώ, αναχαιτίζω 2. παρασύρω, κατευθύνω προς κάτι άλλο 3. ( ώμαι) εμποδίζομαι, σύρομαι προς την αντίθετη κατεύθυνση 4. έλκω προς τον εαυτό μου 5. έλκω προς το μέρος μου, προσελκύω 6.… …   Dictionary of Greek

  • συνεπισπώ — άω, ΜΑ έλκω προς το μέρος μου μαζί ή συγχρόνως με άλλον («ἵππος...βίᾳ συνεπισπάσας τὸν ἡνίοχον εἰς τὸ ῥεῑθρον», Πλούτ.) μσν. μτφ. εξεμώ, ξερνώ πολλά μαζί αρχ. μέσ. συνεπισπῶμαι, άομαι α) συμπαρασύρω μαζί μου στην καταστροφή («καὶ τοὺς φίλους… …   Dictionary of Greek

  • μεθέλκω — (ΑM Α και μεθελκύω) 1. έλκω, σύρω ή τραβώ κάτι προς το άλλο μέρος, διευθύνω κάτι εδώ και εκεί, εκτρέπω, παρεκτρέπω, περισπώ 2. σύρω ή τραβώ κάτι προς το μέρος μου, ιδιοποιούμαι, οικειοποιούμαι κάτι μσν. 1. τραβώ την προσοχή, προσελκύω («τῶν… …   Dictionary of Greek

  • εφέλκω — (Α ἐφέλκω, ιων. τ. ἐπέλκω) σύρω, τραβώ προς το μέρος μου αρχ. 1. σύρω, τραβώ κάτι πίσω από κάποιον 2. οδηγώ σέρνοντας («ἐκ τοῡ βραχίονος ἵππον ἐπέλκουσα», Ηρόδ.) 3. (για πλοίο) ρυμουλκώ («ναῡς ὥς ἐφέλξω», Ηρόδ.) 4. (για άρρωστα ζώα ή ανθρώπους)… …   Dictionary of Greek

  • προσανασπώ — άω, Μ έλκω προς τα επάνω, ανασύρω επί πλέον. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ἀνασπῶ «έλκω προς τα πάνω, ανασύρω»] …   Dictionary of Greek

  • συνανέλκω — και συνανελκύω Α έλκω προς τα πάνω, ανασύρω επίσης. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἀνέλκω «έλκω προς τα πάνω, ανασύρω»] …   Dictionary of Greek

  • Ερμής — I Ένας από τους θεούς του ελληνικού Δωδεκάθεου. Σχετίζεται με την ιδιαίτερη σφαίρα του χαώδους, του πρώτου δηλαδή στοιχείου της κοσμογονίας, με την έννοια ότι ήταν έξω από τον νόμο (προστάτευε τους κλέφτες και ήταν και ο ίδιος κλέφτης), έξω από… …   Dictionary of Greek

  • υφέλκω — και ὑφελκύω Α [ἕλκω / ἑλκύω] 1. έλκω κάτι με δόλιο ή με ήπιο τρόπο («ὁ δ ὕφελκε ποδοῑιν», Ομ. Ιλ.) 2. έλκω κάτι προς το μέρος μου με υπόγεια εκσκαφή («ὑφεῑλκον παρὰ σφᾱς τὸν χοῡν», Θουκ.) 3. (η μτχ. αρσ. ενεστ. ως επίθ.) ὑφέλκων ολισθηρός 4. φρ.… …   Dictionary of Greek

  • έλξη — η (AM ἕλξις) η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού έλκω, το να έλκεται, να σύρεται κάτι προς ορισμένη διεύθυνση νεοελλ. 1. ελκυστικότητα, γοητεία 2. η δύναμη που χρησιμοποιείται για να έλκει, να μετακινεί φορτία, μεταφορικά μέσα κ.λπ. («ίπποι έλξεως») …   Dictionary of Greek

  • κατάγω — (AM κατάγω) 1. μέσ. κατάγομαι έλκω την καταγωγή, προέρχομαι («κατάγεται από την Ήπειρο») 2. φρ. «κατάγω θρίαμβο(ν)» ή «κατάγω νίκη(ν)» νικώ, θριαμβεύω αρχ. 1. οδηγώ προς τα κάτω, φέρω προς τα κάτω «τὴν ἐκ τῶν ὀρῶν ὕλην κατῆγον εἰς τὸ ἄστυ»,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”