- σῡκάμῑνον
σῡκάμῑνον, τό, die Frucht der συκάμινος, die Maulbeere; ihr Saft diente den Frauen als Schminke, Eubul. bei Ath. XIII, 557 f u. Philippides bei Phot.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σῡκάμῑνον, τό, die Frucht der συκάμινος, die Maulbeere; ihr Saft diente den Frauen als Schminke, Eubul. bei Ath. XIII, 557 f u. Philippides bei Phot.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
συκάμινον — σῡκάμῑνον , συκάμινον fruit of the neut nom/voc/acc sg σῡκάμῑνον , συκάμινος mulberry tree masc/fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
SYCAMINUM — Graece Συκάμινον, oppidulum olim Boeotiae, Oropô haud procul, in ripa Asopi, hodieque vicus est satis grandis, incolis Sycamino aut Scamino appellatus, in quo Graeci complura habent templa, inter quae unum Agiol Saranda, h. e. XL. Sanctorum,… … Hofmann J. Lexicon universale
POLENTA — Graece παλυντὴ, Aeol. πολυντὰ, erat farina subtiliter molita, ad instar cineris, quae quomodo praeparari consueverit, exponit Plin. l. 18. c. 7. Nempe non simpliciter hordei farina fuit, sed ex hordeo tosto prius, deinde subtiliter fracto et… … Hofmann J. Lexicon universale
σκάμνιο — το, Ν το μούρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. συκάμινον (πρβλ. σκάμνα, τα)] … Dictionary of Greek
συκάμινο — Πεδινός οικισμός (809 κάτ., υψόμ. 20 μ.), στην επαρχία Αττικής του νομού Ανατ. Αττικής. Είναι έδρα της ομώνυμης κοινότητας (19 τ. χλμ., 1.045 κάτ.), στην οποία υπάγονται και οι οικισμοί Κατηφόρι (39 κάτ., υψόμ. 25 μ.), Καμάρι (30 κάτ.), Νέο… … Dictionary of Greek
συκάμινος — η, ΝΜΑ [συκάμινον] το δένδρο μουριά αρχ. φρ. α) «συκάμινος ἡ Αἰγυπτία» η συκομουριά β) «συκάμινος ἀγρία» η βάτος … Dictionary of Greek
συκαμίνινος — ίνη, ον, Α 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη συκάμινο 2. κατασκευασμένος από συκαμινιά («συκαμίνινον πλοῑον», πάπ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < συκάμινον + κατάλ. ινος (πρβλ. λίθ ινος)] … Dictionary of Greek
συκαμίνιος — ον, Α [συκάμινον] συκαμίνινος* … Dictionary of Greek
συκαμινεών — ῶνος, ὁ, Α τόπος κατάφυτος από μουριές, μωρεώνας. [ΕΤΥΜΟΛ. < συκάμινον + κατάλ. εών (πρβλ. συκ εών)] … Dictionary of Greek
συκαμινιά — η / συκαμινέα, ΝΜΑ, και σ(υ)καμιά και σ(υ)καμνιά Ν, και συκαμενέα και συκάμεινα Α η συκάμινος, η μουριά. [ΕΤΥΜΟΛ. < συκάμινον + κατάλ. έα (πρβλ. μηλ έα, συκ έα). Ο νεοελλ. τ. συκαμινιά με συνίζηση (πρβλ. μηλ ιά)] … Dictionary of Greek
συκαμινοακάνθινος — ον, Α 1. αυτός από τον οποίο φύονται μουριές και αγκάθια 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ συκαμινοακάνθινον φράχτης με μουριές και αγκάθια στα διάκενα. [ΕΤΥΜΟΛ. < συκάμινον + ἄκανθος + κατάλ. ινος] … Dictionary of Greek