- σῡκάσιος
σῡκάσιος Ζεύς, = μειλίχιος, Eust. zu Od. 17, 116.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σῡκάσιος Ζεύς, = μειλίχιος, Eust. zu Od. 17, 116.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
συκάσιος — of masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συκάσιος — ον, ΜΑ [σῡκον] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στα σύκα 2. φρ. «Ζεὺς συκάσιος» προσωνυμία τού Διός ως προστάτη τού καθαρμού, γενικά, επειδή χρησιμοποιούσαν σύκα στους καθαρμούς, ή, κατ άλλους, προσωνυμία τού Διός ως προστάτη εκείνων που… … Dictionary of Greek
συκασίῳ — συκάσιος of masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)