- σῡκο-μάμας
σῡκο-μάμας, od. συκομάμμας, ὁ, feige Memme (vgl. βλιτομάμμας); Schol. Plat. Alc. I, 334 erkl. συκοφάγος.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σῡκο-μάμας, od. συκομάμμας, ὁ, feige Memme (vgl. βλιτομάμμας); Schol. Plat. Alc. I, 334 erkl. συκοφάγος.
http://www.zeno.org/Pape-1880.