σῡκο-φόρος

σῡκο-φόρος

σῡκο-φόρος, Feigen tragend, Strab. 4, 1, 2.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ολονθοφόρος — ὀλονθοφόρος, ον (Α) αυτός που παράγει πρώιμα ή άγουρα σύκα («ἄλλο γένος συκῆς... ὀλονθοφόρον», Αθήν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄλονθος (ΙΙ) «άγουρο σύκο» + φόρος*] …   Dictionary of Greek

  • ολυνθοφόρος — ὀλυνθοφόρος και ὀλυνθηφόρος, ον (Α) αυτός που έχει άγουρα ή πρώιμα σύκα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄλυνθος «άγουρο σύκο» + φόρος*] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”