- σῡκο-τράγος
σῡκο-τράγος, Feigen essend, Ael. H. A. 17, 31.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σῡκο-τράγος, Feigen essend, Ael. H. A. 17, 31.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κριθοτράγος — κριθοτράγος, ον (Α) αυτός που τρώγει κριθάρι, κριθοφάγος («φῡλα μυρία κριθοτράγων σπερμολόγων τε γένη», Αριστοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κριθή + τράγος (< θ. τραγ , πρβλ. τραγ είν αόρ. τού τρώγω), πρβλ. οψο τράγος, συκο τράγος] … Dictionary of Greek
σκυτοτράγος — ον, Μ αυτός που κατατρώγει, που ροκανίζει δέρματα («σκυτοτράγα κυνάρια», Μιχ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < σκῦτος «κατεργασμένο δέρμα» + τράγος (< θ. τραγ , πρβλ. τραγ εῖν τού τρώγω), πρβλ. κριθο τράγος, συκο τράγος] … Dictionary of Greek
φθειροτραγώ — έω, Α τρώω σπόρους κουκουναριάς. [ΕΤΥΜΟΛ. < φθείρ, φθειρός + τραγῶ (< τραγος < θ. τραγ , πρβλ. τραγ εῖν, απρμφ. αορ. β τού ρ. τρώγω*), πρβλ. συκο τραγῶ] … Dictionary of Greek