συκαλίς — beccafico fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συκαλίδα — συκαλίς beccafico fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συκαλίδας — συκαλίς beccafico fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συκαλίδες — συκαλίς beccafico fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
FICEDULA — Graece συκαλὶς, inter aves, quae maxime palato placent, ordinem ducit. Mart. l. 13. in Xeniis Epigr. 5. cuius epigraphe Piper. Cerea quae patulo lucet ficedula lumbo. Unde Iuv. Sat. 14. l. 5. v. 7. et seqq. Qui radere tubera terrae, Boletum… … Hofmann J. Lexicon universale
μυρταλίς — μυρταλίς, ἡ (Α) (κατά τον Ησύχ.) «ἡ ὀξυμυρρίνη, ὡς Λάκωνες». [ΕΤΥΜΟΛ. < μύρτος (πρβλ. συκαλίς)] … Dictionary of Greek
στρουθί — (I) το, Ν βοτ. κοινή ονομασία τού φυτού Silena inflate, τού γένους σιληνή, ζιζάνιο τού οποίου όμως οι βλαστοί, όταν είναι τρυφεροί, είναι εδώδιμοι, αλλ. στρουθούλα, στρουθόνι ή φουσκούδι. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για τ. διαλ. προελεύσεως (πρβλ. και τις … Dictionary of Greek
συκαλλίδα — η / συκαλλίς, ίδος, ΝΑ, και συκαλίς Α είδος μικρού ωδικού πτηνού, ο ορίολος ή συκοφάγος. [ΕΤΥΜΟΛ. < σῦκον + υποκορ. κατάλ. αλ(λ)ίς (πρβλ. πυρ αλ[λ]ίς)] … Dictionary of Greek