- σῡρίγγιον
σῡρίγγιον, τό, dim. von σῦριγξ, kleine Röhre, Sp. – Auch kleines hohles Geschwür, Fistel, Medic.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σῡρίγγιον, τό, dim. von σῦριγξ, kleine Röhre, Sp. – Auch kleines hohles Geschwür, Fistel, Medic.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
συρίγγιον — little reed neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συριγγίοις — συρίγγιον little reed neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συριγγίου — συρίγγιον little reed neut gen sg συριγγίας used for making pipes masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συριγγίων — συρίγγιον little reed neut gen pl συριγγιάω suffer from imperf ind act 3rd pl (homeric ionic) συριγγιάω suffer from imperf ind act 1st sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συριγγίῳ — συρίγγιον little reed neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συρίγγια — συρίγγιον little reed neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
CANELLA — apud Myrepsum, Gall. Canelle, vox recentioris aevi, cinnamomum Veterum notare creditur haud paucis; sed Veteres omnes cinnamum a casia statuunt diversum: atqui casia veterum hodierna Canella est, quod nomen ipsum aperte ostendit. Casiam enim… … Hofmann J. Lexicon universale
CANNA — I. CANNA Aeolidis oppid. Mela, l. 1. c. 18. Lycaoniae civitas. Ptol. urbs inter Cyrrhum et Edessam. Antonin. II. CANNA Dea Panis, Apuleio, Graece Σύριγξ. Alias canne est fistula. Glossae, canna, συρίγγιον ἐκ καλάμων. Unde canulam et canellam,… … Hofmann J. Lexicon universale
συρίγγιο — (Ιατρ.). Πόρος που παρέχει δίοδο σε παθολογικό υγρό από κάποια κοιλότητα οργάνου του σώματος στην επιφάνεια του σώματος ή του βλεννογόνου. Συνήθως μοιάζει με στενή δίοδο που καλύπτεται από επιθήλια ή κοκκιώματα με συνεχή έκκριση (πύου, χολής,… … Dictionary of Greek