- σῡριγγίας
σῡριγγίας, ὁ, κάλαμος, eine ganz hohle Rohrart, Diosc.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σῡριγγίας, ὁ, κάλαμος, eine ganz hohle Rohrart, Diosc.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
συριγγίας — συριγγίᾱς , συριγγίας used for making pipes masc acc pl συριγγίᾱς , συριγγίας used for making pipes masc nom sg (attic epic doric aeolic) συριγγίᾱς , συριγγιάω suffer from imperf ind act 2nd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συριγγίας — ὁ, Α (ενν. κάλαμος) είδος κοίλου καλάμου χρήσιμου για την κατασκευή αυλών. [ΕΤΥΜΟΛ. < σῦριγξ, σύριγγος + επίθημα ίας (πρβλ. θαλαμ ίας)] … Dictionary of Greek
συριγγίαν — συριγγίᾱν , συριγγίας used for making pipes masc acc sg (attic epic doric aeolic) συριγγίας used for making pipes masc acc sg συριγγίᾱν , συριγγιάω suffer from imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) συριγγίᾱν , συριγγιάω suffer from imperf ind… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
CALAMUS Syringias — CALAMUS Συριγγίας apud Theophrastum, Syringias, apud Plinium ubi supra, Calamus vero totus concavus, quem vocant Syringiam, utilissimus fistulis: in Indice eidem fistulatorius dicitur, De sagittariis et seriptoriis et fistulatoriis calamis. Sed… … Hofmann J. Lexicon universale
συριγγίου — συρίγγιον little reed neut gen sg συριγγίας used for making pipes masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)