- σῡριστής
σῡριστής, ὁ, 1) der Pfeifende, auf der Pfeife Blasende, Spielende, bes. der die Hirtenflöte (σῦριγξ) spielt, Luc. de dea Syr. 43. – 2) der männliche Kranich, wegen seiner gellenden Stimme, Hesych.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σῡριστής, ὁ, 1) der Pfeifende, auf der Pfeife Blasende, Spielende, bes. der die Hirtenflöte (σῦριγξ) spielt, Luc. de dea Syr. 43. – 2) der männliche Kranich, wegen seiner gellenden Stimme, Hesych.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
συριστής — σῡριστής , συριστής player on the Panspipe masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συριστής — ὁ, Α βλ. συρικτής … Dictionary of Greek
συρικτήρ — ὁ, Α συριστής*. [ΕΤΥΜΟΛ. < συρίζω (< σῦριγξ, σύριγγος) + επίθημα τήρ (πρβλ. σφιγκ τήρ)] … Dictionary of Greek
συρικτής — ὁ, ΜΑ, και συριγκτής Μ, και συριστής και συρίγκτης και δωρ. τ. συρικτάς Α [συρίζω (Ι)] 1. αυτός που παίζει τη σύριγγα, αυλητής 2. (για αυλό) αυτός που συρίζει, που παίζει («δόνακα, ἡδὺν συριστῆρα», Ανθ. Παλ.) 3. (κατά τον Ησύχ.) «γέρανος ἄρρην» … Dictionary of Greek
συριστήρ — ῆρος, ὁ, Α συριστής*. [ΕΤΥΜΟΛ. < συρίζω (Ι) + επίθημα τήρ (πρβλ. κομισ τήρ)] … Dictionary of Greek
συριστέων — σῡριστέων , συριστής player on the Panspipe masc gen pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συριστήν — σῡριστήν , συριστής player on the Panspipe masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)