σῶος

σῶος

σῶος,


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • σώος — α, ο / σῶος, ώα, ον, ΝΜΑ, και σῶς, σῶν κ. ιων. τ. σόος, η, ον και σᾱος, ον, Α αυτός που δεν έχει υποστεί κακό, βλάβη ή ατύχημα, αβλαβής, ακέραιος, άρτιος αρχ. 1. (για χρηματικό ποσό) αμείωτος («χρυσὸς δὲ σῶς ὃν ἦλθεν ἐκ Τροίας ἔχων», Ευρ.) 2.… …   Dictionary of Greek

  • σώος — α, ο ακέραιος, αβλαβής: Σου την παραδίνω την κόρη σου σώα και αβλαβή. – Επέστρεψε όλος ο στρατός σώος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σῶος — σῶς safe and sound masc nom sg (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σῷος — σῶς safe and sound masc nom sg (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αείσοος — ἀείσοος, ον (Α) ο πάντοτε σώος, ασφαλής. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀεὶ + σόος, επικ. και ιων. τ. τού σῶος, σῶς] …   Dictionary of Greek

  • ανασώζω — (Α ἀνασῴζω) (Μ ἀνασώζω καί ἀνασώνω) διασώζω από κίνδυνο, γλυτώνω μσν. 1. αποζημιώνω, επανορθώνω 2. (αμτβ.) φτάνω, έρχομαι 3. μεταβιβάζω 4. συμπληρώνω, ολοκληρώνω αρχ. 1. διατηρώ στη μνήμη μου 2. (μέσ., ομαι) αποκτώ, κερδίζω πάλι, ανακτώ 3. παθ.… …   Dictionary of Greek

  • λοχαγός — ο (AM λοχαγός, Μ και λογχαγός και λόγχαγος) διοικητής λόχου στρατιωτών («οἱ δὲ ἄλλοι... ὅπου μὲν στρατηγὸς σῶος εἴη, τὸν στρατηγὸν παρεκάλουν..., ὅπου δ αὖ λοχαγὸς σῶος εἴη, τὸν λοχαγόν», Ξεν.) νεοελλ. στρατ. ο αξιωματικός που φέρει τον ανώτερο… …   Dictionary of Greek

  • προανασώζομαι — Μ φθάνω σώος πρωτύτερα. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ἀνασῴζομαι «γυρίζω σώος»] …   Dictionary of Greek

  • σώκος — (I) ὁ, Α 1. ισχυρός, δυνατός («σῶκος ἐριούνιος Ἑρμῆς», Ομ. Ιλ.) 2. προσωνυμία τού πλανήτη Ερμή. [ΕΤΥΜΟΛ. Αρχαϊκός τ. αβέβαιης ετυμολ. Κατά μία άποψη, το προσηγορικό σῶκος προήλθε από το ανθρωπωνύμιο Σῶκος (< *Σάοκος), υποκοριστικό τ. ενός σύνθ …   Dictionary of Greek

  • Lexikon zur byzantinischen Gräzität — Das Lexikon zur byzantinischen Gräzität besonders des 9. 12. Jahrhunderts (LBG) ist das derzeit führende Wörterbuch zum byzantinischen Griechisch in seinen höheren Stilebenen unter Vernachlässigung der Volkssprache. Es schließt die… …   Deutsch Wikipedia

  • Σωκράτης — I Ένας από τους μεγαλύτερους φιλόσοφους της αρχαίας Ελλάδας (Αθήνα 470 ή 469 399 π.Χ.). Γιος ενός γλύπτη και μιας μαίας, ο Σ. πρέπει να είχε κάποια οικονομική άνεση, όπως αποδείχνει το γεγονός ότι πέρασε όλη του τη ζωή αδιαφορώντας για τα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”