- σῖξις
σῖξις, ἡ, das Zischen, bes. eines glühenden ins Wasser getauchten Körpers, Arist. meteor. 2, 9; σίξις ist falscher Accent.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σῖξις, ἡ, das Zischen, bes. eines glühenden ins Wasser getauchten Körpers, Arist. meteor. 2, 9; σίξις ist falscher Accent.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σίξις — σίξῑς , σίξις hissing fem acc pl (epic doric ionic aeolic) σίξις hissing fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σίξις — εως, ἡ, Α [σίζω] ο συριστικός ήχος που βγάζει καυτό μέταλλο όταν τοποθετηθεί στο νερό … Dictionary of Greek
σίξιν — σίξις hissing fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σισμός — ὁ, Α [σίζω] σίξις*, συριστικός ήχος … Dictionary of Greek
σίξεως — σίξεω̆ς , σίξις hissing fem gen sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
su̯ei-, su̯i- (*ĝʷhei- : kṣu̯ēi) — su̯ei , su̯i (*ĝʷhei : kṣu̯ēi) English meaning: to hiss, whistle Deutsche Übersetzung: “zischen, pfeifen”, Schallwort Note: extended su̯eizd ; Ital. and Gmc. su̯eighl Material: IE Alters is *su̯eizdō: O.Ind. kṣvēḍati,… … Proto-Indo-European etymological dictionary