σῑγάλωμα

σῑγάλωμα

σῑγάλωμα, τό, ein Werkzeug zum Glätten, bes. ein Schusterwerkzeug, das Leder damit zu glätten, VLL. – Auch ein Vorstoß an Kleidern, vgl. σιάλωμα.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • σιγάλωμα — instrument for smoothing neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σιγάλωμα — ώματος, τὸ, Α [σιγαλῶ] 1. (κυρίως σχετικά με δέρματα και, ειδικότερα, σχετικά με υποδήματα) εργαλείο στίλβωσης ή λείανσης 2. παρυφή, άκρο ενδύματος …   Dictionary of Greek

  • σιγαλώματα — σιγάλωμα instrument for smoothing neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σιάλωμα — ώματος, τὸ, Α (κατά τον Ησύχ.) το περιφερειακό διακοσμητικό τμήμα τής ασπίδας. [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. τού σιγάλωμα με σίγηση τού ενδοφωνηεντικού γ ] …   Dictionary of Greek

  • σιγαλόεις — εσσα, εν, Α (επικ. τ.) 1. (ιδίως για γυναικεία ενδύματα διακοσμημένα, κεντημένα, με πολλά και λαμπερά χρώματα) λείος, στιλπνός, γυαλιστερός («χιτῶνα... σιγαλόεντα», Ομ. Οδ.) 2. (για τους χαλινούς τών αλόγων) αυτός που λάμπει από τα μεταλλικά… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”