σῑγηλός

σῑγηλός

σῑγηλός, dor. σῑγᾱλός, bei Pind. P. 9, 92 zweier Endungen, σἰγαλὸς ἀμηχανία, schweigsam, still, ruhig; Soph. Trach. 416 Phil. 731; Eur. Suppl. 583 Bacch. 1047.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • σιγηλός — ή, ό / σιγηλός, ή, όν, ΝΑ βλ. σιγαλός …   Dictionary of Greek

  • σιγηλός — σῑγηλός , σιγηλός silent masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σιγηλός — ή, ό επίρρ. ά 1. αθόρυβος. 2. σιωπηλός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σιγηλά — σῑγηλά , σιγηλός silent neut nom/voc/acc pl σῑγηλά̱ , σιγηλός silent fem nom/voc/acc dual σῑγηλά̱ , σιγηλός silent fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σιγαλός — και σιγηλός, ή, ό / σιγαλός και σιγηλός, ή, όν, ΝΑ 1. αυτός που τηρεί σιγή, σιωπηλός 2. αυτός που δεν λέει πολλά, λιγομίλητος 3. αυτός που γίνεται χωρίς να προκαλεί θόρυβο, αθόρυβος, ήσυχος, σιγανός νεοελλ. 1. αυτός που κινείται με αργό ρυθμό,… …   Dictionary of Greek

  • σιγαλόν — σῑγᾱλόν , σιγηλός silent masc acc sg (doric) σῑγᾱλόν , σιγηλός silent neut nom/voc/acc sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σιγηλόν — σῑγηλόν , σιγηλός silent masc acc sg σῑγηλόν , σιγηλός silent neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σιγηλότατον — σῑγηλότατον , σιγηλός silent masc acc superl sg σῑγηλότατον , σιγηλός silent neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -ηλος — οι καταλήξεις τής Αρχαίας Ελληνικής που εμφανίζουν επίθημα λο ανάγονται σε ΙΕ επίθημα * lο , το οποίο, συνδυαζόμενο με ρηματικά θέματα, παρήγε μια ιδιαίτερη κατηγορία μετοχών τής ΙΕ που μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν και ως επιθετικοί προσδιορισμοί …   Dictionary of Greek

  • σιγηρός — ά, όν, Α (αττ. τ.) σιγηλός. επίρρ... σιγηρῶς Α με σιγηρό τρόπο, σιωπηλά. [ΕΤΥΜΟΛ. < σιγή + επίθημα ηρός (πρβλ. οκν ηρός, σιωπ ηρός)] …   Dictionary of Greek

  • σιγητικός — ή, όν, Α [σιγητής] σιγηλός …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”