- σῑγηρός
σῑγηρός, sär σιγηλός, minder gute attische Form, Brunck sent. sing. 454.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σῑγηρός, sär σιγηλός, minder gute attische Form, Brunck sent. sing. 454.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σιγηρός — σῑγηρός , σιγηρός masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σιγηρός — ά, όν, Α (αττ. τ.) σιγηλός. επίρρ... σιγηρῶς Α με σιγηρό τρόπο, σιωπηλά. [ΕΤΥΜΟΛ. < σιγή + επίθημα ηρός (πρβλ. οκν ηρός, σιωπ ηρός)] … Dictionary of Greek
Σιγήρος της Βραβάντης — (SigerdeBmban te). Γάλλος φιλόσοφος (; περίπου 1240 Ορβιέ το 1281 84). Καθηγητής στη Σχολή Τεχνών του Παρισιού γύρω στα 1264 67, θεωρήθηκε ο κύριος εκπρόσωπος του φιλοσοφικού ρεύματος που έγινε γνωστό με το όνομα λατινικός αβερροϊσμός. Οι… … Dictionary of Greek
σιγηρά — σῑγηρά , σιγηρός neut nom/voc/acc pl σῑγηρά̱ , σιγηρός fem nom/voc/acc dual σῑγηρά̱ , σιγηρός fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σιγηρόν — σῑγηρόν , σιγηρός masc acc sg σῑγηρόν , σιγηρός neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-ηρός — το επίθημα ηρός είναι το πιο διαδεδομένο από τα επιθήματα σε ρος τής Αρχαίας. Στον Όμηρο απαντά μικρός αριθμός επιθέτων σε ηρός αλλά στους μεταγενέστερους συγγραφείς ο αριθμός αυτός αυξάνεται σημαντικά. (Ήδη στον Ιπποκράτη απαντούν 20 νέα… … Dictionary of Greek
ՑԱԾՈՒՆ — (ծնոյ, ոց.) NBH 2 0905 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 10c, 12c ա. σώφρων moderatus, modestus σιγηρός taciturnus κόσμιος honestus. Ունակ ցածութեան. ցած՝ որպէս պարկեշտ. խոնարհ. զգաստ. զգօն. հանդարտ. հեզ. լուռ. *Ծերոց զգաստս… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)
σιγηροί — σῑγηροί , σιγηρός masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σιγηροῦ — σῑγηροῦ , σιγηρός masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σιγηρούς — σῑγηρούς , σιγηρός masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σιγηράν — σῑγηρά̱ν , σιγηρός fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)