σῑτίζω

σῑτίζω

σῑτίζω, beköstigen, speisen, nähren, Ar. Equ. 713; füttern, mästen, zu fressen geben, κύνας ἀλλοτρίας, Isocr. 1, 29; τινά τι, Xen. Conv. 4, 9, gew. τινί τι od. τινά τινος. – Med. essen, πρῶκας σιτίζεται, Theocr. 4, 16.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • σιτίζω — σιτίζω, σίτισα βλ. πίν. 33 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • σιτίζω — σῑτίζω , σιτίζω feed pres subj act 1st sg σῑτίζω , σιτίζω feed pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σιτίζω — ΝΜΑ [σῑτος] 1. παρέχω τροφή, διατρέφω, ταΐζω (α. «τα παιδιά αυτά δεν σιτίζονται καλά» β. «κἆθ ὥσπερ αἱ τιτθαί γε σιτίζεις κακῶς», Αριστοφ. γ. «τὰς κύνας σιτίζουσιν», Ισοκρ.) 2. (κατά τον Ησύχ.) α) «σιτίζειν ψωμίζειν» β) «σιτίζοντος σῑτον… …   Dictionary of Greek

  • σιτίζω — σίτισα, σιτίστηκα, διατρέφω: Οι φοιτητές που σιτίζονται στη Λέσχη διαμαρτυρήθηκαν για την ποιότητα του φαγητού …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σιτίζῃ — σῑτίζῃ , σιτίζω feed pres subj mp 2nd sg σῑτίζῃ , σιτίζω feed pres ind mp 2nd sg σῑτίζῃ , σιτίζω feed pres subj act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σιτίσει — σίτισις fem nom/voc/acc dual (attic epic) σιτίσεϊ , σίτισις fem dat sg (epic) σίτισις fem dat sg (attic ionic) σῑτίσει , σιτίζω feed aor subj act 3rd sg (epic) σῑτίσει , σιτίζω feed fut ind mid 2nd sg σῑτίσει , σιτίζω feed fut ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σιτίσῃ — σιτίσηι , σίτισις fem dat sg (epic) σῑτίσῃ , σιτίζω feed aor subj mid 2nd sg σῑτίσῃ , σιτίζω feed aor subj act 3rd sg σῑτίσῃ , σιτίζω feed fut ind mid 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσιτίζω — Α [σιτίζω] σιτίζω, τρέφω εκ τών προτέρων …   Dictionary of Greek

  • σιτιζόμεθα — σῑτιζόμεθα , σιτίζω feed pres ind mp 1st pl σῑτιζόμεθα , σιτίζω feed imperf ind mp 1st pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σιτιζόμενον — σῑτιζόμενον , σιτίζω feed pres part mp masc acc sg σῑτιζόμενον , σιτίζω feed pres part mp neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σιτιζόντων — σῑτιζόντων , σιτίζω feed pres part act masc/neut gen pl σῑτιζόντων , σιτίζω feed pres imperat act 3rd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”