σῑτο-λόγος

σῑτο-λόγος

σῑτο-λόγος, Getreide od. übh. Fourage lesend, sammelnd, herbeischaffend, fouragirend, Sp.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • κοκκολογώ — (Α κοκκολογῶ, έω) νεοελλ. συλλέγω τους καρπούς τής ελιάς που έχουν απομείνει στο έδαφος αρχ. 1. συλλέγω κόκκους 2. καθαρίζω το σιτάρι αφαιρώντας τους άχρηστους κόκκους. [ΕΤΥΜΟΛ. < κόκκος + λογῶ (< λόγος < λέγω «συλλέγω»), πρβλ. καρπο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”