σῑτο-δεία

σῑτο-δεία

σῑτο-δεία, , ion. σῑτοδηΐη, Mangel an Getreide, an Brot, übh. an Nahrung; Her. 1, 22. 94; Thuc. 4, 36; σιτοδείας παρὰ πᾶσιν ἀνϑρώπ οις γενομένης, Dem. 20, 33; καὶ σπάνις τῶν ἀναγκαίων, Pol. 1, 18, 10.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • κριθοδεία — κριθοδεία, ἡ (Μ) έλλειψη κριθαριού, ανεπαρκής παραγωγή κριθαριού. [ΕΤΥΜΟΛ. < κριθή + συνδετικό φωνήεν ο + δεία (< δεής < δέω [Ι]) (πρβλ. οψο δεία, σιτο δεία)] …   Dictionary of Greek

  • οψοδεία — ὀψοδεία ή ὀψοδεΐα, ἡ (Α) (κατά το λεξ. Σούδα) «ἡ ἔνδεια τῶν ὄψων». [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄψον «τροφή, έδεσμα» + δεια (< δεής < δέομαι), πρβλ. σιτο δεία] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”