- σῑτο-φάγος
σῑτο-φάγος, Weizen, Getreide, Brot essend; Od. 9, 191; Her. 4, 109; gew. Bezeichnung der Menschen, wie σῖτον ἔδοντες, Luc. Alex. 15.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σῑτο-φάγος, Weizen, Getreide, Brot essend; Od. 9, 191; Her. 4, 109; gew. Bezeichnung der Menschen, wie σῖτον ἔδοντες, Luc. Alex. 15.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κριθοφάγος — κριθοφάγος, ον (Α) αυτός που τρώγει κριθάρι («κριθοφάγοι ὄρνιθες», Δίων Κάσσ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κριθή + φάγος (< θ. φαγ , πρβλ. ἔ φαγ ον αόρ. τού ἐσθίω), πρβλ. κρεο φάγος, σιτο φάγος] … Dictionary of Greek
οσπριοφαγώ — ὀσπριοφαγῶ, έω (Α) τρώω όσπρια. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄσπριον + φαγῶ (< φαγος < θ. φαγ , πρβλ. ἔ φαγ ον, αόρ. β τού ἐσθίω «τρώω»), πρβλ. σιτο φαγώ] … Dictionary of Greek
ραμνοφαγώ — έω, Μ (για γαϊδουράκι) τρώω αγκαθωτούς ραμνους. [ΕΤΥΜΟΛ. < ῥάμνος + φαγῶ (< φάγος < θ. φαγ , πρβλ. ἔ φαγ ον αόρ. β τού ἐσθίω «τρώγω»), πρβλ. σιτο φαγώ, χορτοφαγώ] … Dictionary of Greek