- σῑτο-φύλαξ
σῑτο-φύλαξ, ακος, ὁ, Getreidewächter, gew. οἱ
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σῑτο-φύλαξ, ακος, ὁ, Getreidewächter, gew. οἱ
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σκευοφύλακας — ο / σκευοφύλαξ, ακος, ΝΜΑ αυτός που φυλάγει σκεύη, τις αποσκευές, αποθηκάριος νεοελλ. μσν. 1. εκκλ. αξιωματούχος τής Εκκλησίας με ειδική αποστολή του τη φύλαξη και επιμέλεια τών ιερών σκευών τού σκευοφυλακίου, αλλ. κειμηλιοφύλακας ή κειμηλιάρχης… … Dictionary of Greek