- σῑτο-φόρος
σῑτο-φόρος, 1) Weizen, Getreide tragend, übh. Nahrung, Essen tragend, bringend, führend, von Lastthieren, Her. 1, 80. 3, 154. 7, 125. – 2) Weizen, Getreide hervorbringend, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σῑτο-φόρος, 1) Weizen, Getreide tragend, übh. Nahrung, Essen tragend, bringend, führend, von Lastthieren, Her. 1, 80. 3, 154. 7, 125. – 2) Weizen, Getreide hervorbringend, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πυροφόρος — (pyrophorus). Γένος κολεόπτερων των θερμών περιοχών της Αμερικής. Οι π. είναι μεγάλα έντομα, καστανά ή κοκκινωπά, που μπορούν να εκπέμπουν δυνατή φωσφορίζουσα λάμψη. Στη Νότια Αμερική είναι γνωστά ως κουκούγιος. Οι γυναίκες ορισμένων φυλών… … Dictionary of Greek
σκευοφόρος — ο / σκευοφόρος, ον, ΝΑ και σκευηφόρος, ον, Α 1. αυτός που μεταφέρει φορτία ή αποσκευές, σκευαγωγός (α. «σκευοφόρα ζώα» β. «εἵποντο σιτοφόροι τε και σκευοφόροι κάμηλοι», Ηρόδ.) 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ σκευοφόρα (ενν. ζώα) τα υποζύγια που… … Dictionary of Greek
πεντηκοστός — ή, ό / πεντηκοστός, ή, όν, ΝΜΑ 1. τακτικό αριθμητικό που αντιστοιχεί στο απόλυτο πεντήκοντα και χρησιμοποιείται για να δηλώσει αυτόν που σε μια σειρά ή τάξη ομοειδών προσώπων ή αντικειμένων κατέχει τον αριθμό πενήντα, αυτός που αριθμείται μετά… … Dictionary of Greek