σιτηρέσιον — σῑτηρέσιον , σιτηρέσιον provision money neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
СИТЕРЕСИЙ — • Σιτηρέσιον, деньги на продовольствование афинских воинов, которые они получали кроме ежедневного жалованья в два и более оболов, составляли для простого пехотинца столько же, сколько и жалованье, для лохага, вероятно, вдвое больше,… … Реальный словарь классических древностей
РУССКИЙ УКАЗАТЕЛЬ СТАТЕЙ — Абант Άβας Danaus Абанты Άβαντες Абарис Άβαρις Абдера Abdera Абдулонома Абдул Abdulonymus Абелла Abella Абеллинум Abellinum Абеона Abeona Абидос или Абид… … Реальный словарь классических древностей
σιτηρέσιο — το / σιτηρέσιον, ΝΜΑ νεοελλ. η ποσότητα τροφής που παρέχεται σε στρατιώτη για μια μέρα μσν. ετήσια παροχή, δωρεά προς την Εκκλησία για την επιτέλεση τού φιλανθρωπικού της έργου μσν. αρχ. 1. ο μισθός ή το επίδομα που δίνεται σε κάποιον, κυρίως σε… … Dictionary of Greek
ВОЙСКО — • Exercïtus. I. У греков. Об определенной организации войска, какая заключается в понятии слова exercitus, в героическое время еще не может быть и речи. Позднейшее же устройство войска у греков представляло совершенное отражение… … Реальный словарь классических древностей
εφημερήσιος — ἐφημερήσιος, ον (Μ) ημερήσιος («ἐφημερήσιον σιτηρέσιον», Στουδ. Θεόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ἡμερήσιος] … Dictionary of Greek
σιτηρέσιος — ία, ον, Α σιτηρός. [ΕΤΥΜΟΛ. < σιτηρός, κατ επίδραση τού σιτηρέσιον] … Dictionary of Greek
σιτηρεσία — ἡ, Α το σιτηρέσιο. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. του σιτηρέσιον, κατά τα θηλ. σε ία] … Dictionary of Greek
σιτηρεσιάζω — Α [σιτηρέσιον] παρέχω σιτηρέσιο, εφοδιάζω με βασικά είδη διατροφής … Dictionary of Greek
σιτηρεσίοις — σῑτηρεσίοις , σιτηρέσιον provision money neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σιτηρεσίου — σῑτηρεσίου , σιτηρέσιον provision money neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)