σῑτηρέσιον

σῑτηρέσιον

σῑτηρέσιον, τό, Proriant, Kost, Beköstigung, bes. der Soldaten, auch Sold, Löhnung, Xen. An. 5, 10, 4; die VLL. crkl. τὸ διδόμενόν τισιν ἐς τροφήν; Dem. ἵνα δέκα ἕκαστος τοῠ μηνὸς ὁ στρατιώτης δραχμὰς σιτηρέσιον λαμβάνῃ, 4, 28, vgl. 50, 10; Sp., wie Plut. Cat. min. 26.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • σιτηρέσιον — σῑτηρέσιον , σιτηρέσιον provision money neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • СИТЕРЕСИЙ —    • Σιτηρέσιον,          деньги на продовольствование афинских воинов, которые они получали кроме ежедневного жалованья в два и более оболов, составляли для простого пехотинца столько же, сколько и жалованье, для лохага, вероятно, вдвое больше,… …   Реальный словарь классических древностей

  • РУССКИЙ УКАЗАТЕЛЬ СТАТЕЙ — Абант Άβας Danaus Абанты Άβαντες Абарис Άβαρις Абдера Abdera Абдулонома Абдул Abdulonymus Абелла Abella Абеллинум Abellinum Абеона Abeona Абидос или Абид… …   Реальный словарь классических древностей

  • σιτηρέσιο — το / σιτηρέσιον, ΝΜΑ νεοελλ. η ποσότητα τροφής που παρέχεται σε στρατιώτη για μια μέρα μσν. ετήσια παροχή, δωρεά προς την Εκκλησία για την επιτέλεση τού φιλανθρωπικού της έργου μσν. αρχ. 1. ο μισθός ή το επίδομα που δίνεται σε κάποιον, κυρίως σε… …   Dictionary of Greek

  • ВОЙСКО —    • Exercïtus.     I. У греков.          Об определенной организации войска, какая заключается в понятии слова exercitus, в героическое время еще не может быть и речи. Позднейшее же устройство войска у греков представляло совершенное отражение… …   Реальный словарь классических древностей

  • εφημερήσιος — ἐφημερήσιος, ον (Μ) ημερήσιος («ἐφημερήσιον σιτηρέσιον», Στουδ. Θεόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ἡμερήσιος] …   Dictionary of Greek

  • σιτηρέσιος — ία, ον, Α σιτηρός. [ΕΤΥΜΟΛ. < σιτηρός, κατ επίδραση τού σιτηρέσιον] …   Dictionary of Greek

  • σιτηρεσία — ἡ, Α το σιτηρέσιο. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. του σιτηρέσιον, κατά τα θηλ. σε ία] …   Dictionary of Greek

  • σιτηρεσιάζω — Α [σιτηρέσιον] παρέχω σιτηρέσιο, εφοδιάζω με βασικά είδη διατροφής …   Dictionary of Greek

  • σιτηρεσίοις — σῑτηρεσίοις , σιτηρέσιον provision money neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σιτηρεσίου — σῑτηρεσίου , σιτηρέσιον provision money neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”