σιτηρός — ά, ό / σιτηρός, ά, όν, ΝΜΑ βοτ. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα σιτηρά τα καλλιεργούμενα είδη φυτών, που, σύμφωνα με τη σύγχρονη επιστημονική ταξινόμηση, ανήκουν στην οικογένεια αγρωστώδη, όπως είναι το σιτάρι, η σίκαλη, το κριθάρι, το ρύζι, ο… … Dictionary of Greek
σιτηρός — σῑτηρός , σιτηρός of corn masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σιτηρά — σῑτηρά , σιτηρός of corn neut nom/voc/acc pl σῑτηρά̱ , σιτηρός of corn fem nom/voc/acc dual σῑτηρά̱ , σιτηρός of corn fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σιτηρέσιος — ία, ον, Α σιτηρός. [ΕΤΥΜΟΛ. < σιτηρός, κατ επίδραση τού σιτηρέσιον] … Dictionary of Greek
σιτηρῶν — σῑτηρῶν , σιτηρός of corn fem gen pl σῑτηρῶν , σιτηρός of corn masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σιτηρόν — σῑτηρόν , σιτηρός of corn masc acc sg σῑτηρόν , σιτηρός of corn neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ANNONA — apud Romanos Dea τῆς εὐθηνίας καὶ εὐετίας, fertilitatis et ubertatis anmtorum redituum. Unde vetus Inscr. DIVAE ANNONAE, apud Salmas. ad Solin. p. 250. Idem de Pomona factum; quae pomorum proventus, sicut Annona unius anni fetus, proprie fuit;… … Hofmann J. Lexicon universale
-ηρός — το επίθημα ηρός είναι το πιο διαδεδομένο από τα επιθήματα σε ρος τής Αρχαίας. Στον Όμηρο απαντά μικρός αριθμός επιθέτων σε ηρός αλλά στους μεταγενέστερους συγγραφείς ο αριθμός αυτός αυξάνεται σημαντικά. (Ήδη στον Ιπποκράτη απαντούν 20 νέα… … Dictionary of Greek
σίτος — ο / σῑτος, ΝΜΑ, και ετερόκλ. τ. πληθ. τά σίτα, Α το σιτάρι νεοελλ. φρ. «συγκέντρωση σίτου» η από το κράτος αγορά τής ετήσιας εγχώριας σιτοπαραγωγής σε τιμές ανώτερες τών εισαγόμενων από το εξωτερικό σιτηρών με στόχο αφ ενός την προστασία τού… … Dictionary of Greek
σιτηρά — (I) ἡ, Α βλ. σιτηρός. (II) τα, Ν βλ. σιτηρό … Dictionary of Greek
ՑՈՐԵՆԱՀԱՏ — (ի, ից կամ աց.) NBH 2 0916 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 5c, 8c, 13c գ. Հատ ցորենոյ, եւ որ ինչ նման է նմին. *Ցորենահատ եմ Աստուծոյ, եւ յատամունս դազանացաղացեալ լինիմ, եւ գտանիմ հաց սուրբ Աստուծոյ. Ածազգ. ՟Է: *Մեռաւ… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)