σῑτηρός

σῑτηρός

σῑτηρός, 1) zum Getreide gehörig; μέτρα, Getreidemaaße, Arist. Eth. 5, 7; μέδιμνος, Inscr. 123; ἀγγεῖα, Getreidegefäße, Sp. – 2) zur Beköstigung, zum Proviant gehörig, eßbar, Sp. – 3) τὰ σιτηρά, die Getreidearten, die zum Getreide gerechneten Feldfrüchte, Theophr.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • σιτηρός — ά, ό / σιτηρός, ά, όν, ΝΜΑ βοτ. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα σιτηρά τα καλλιεργούμενα είδη φυτών, που, σύμφωνα με τη σύγχρονη επιστημονική ταξινόμηση, ανήκουν στην οικογένεια αγρωστώδη, όπως είναι το σιτάρι, η σίκαλη, το κριθάρι, το ρύζι, ο… …   Dictionary of Greek

  • σιτηρός — σῑτηρός , σιτηρός of corn masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σιτηρά — σῑτηρά , σιτηρός of corn neut nom/voc/acc pl σῑτηρά̱ , σιτηρός of corn fem nom/voc/acc dual σῑτηρά̱ , σιτηρός of corn fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σιτηρέσιος — ία, ον, Α σιτηρός. [ΕΤΥΜΟΛ. < σιτηρός, κατ επίδραση τού σιτηρέσιον] …   Dictionary of Greek

  • σιτηρῶν — σῑτηρῶν , σιτηρός of corn fem gen pl σῑτηρῶν , σιτηρός of corn masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σιτηρόν — σῑτηρόν , σιτηρός of corn masc acc sg σῑτηρόν , σιτηρός of corn neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ANNONA — apud Romanos Dea τῆς εὐθηνίας καὶ εὐετίας, fertilitatis et ubertatis anmtorum redituum. Unde vetus Inscr. DIVAE ANNONAE, apud Salmas. ad Solin. p. 250. Idem de Pomona factum; quae pomorum proventus, sicut Annona unius anni fetus, proprie fuit;… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • -ηρός — το επίθημα ηρός είναι το πιο διαδεδομένο από τα επιθήματα σε ρος τής Αρχαίας. Στον Όμηρο απαντά μικρός αριθμός επιθέτων σε ηρός αλλά στους μεταγενέστερους συγγραφείς ο αριθμός αυτός αυξάνεται σημαντικά. (Ήδη στον Ιπποκράτη απαντούν 20 νέα… …   Dictionary of Greek

  • σίτος — ο / σῑτος, ΝΜΑ, και ετερόκλ. τ. πληθ. τά σίτα, Α το σιτάρι νεοελλ. φρ. «συγκέντρωση σίτου» η από το κράτος αγορά τής ετήσιας εγχώριας σιτοπαραγωγής σε τιμές ανώτερες τών εισαγόμενων από το εξωτερικό σιτηρών με στόχο αφ ενός την προστασία τού… …   Dictionary of Greek

  • σιτηρά — (I) ἡ, Α βλ. σιτηρός. (II) τα, Ν βλ. σιτηρό …   Dictionary of Greek

  • ՑՈՐԵՆԱՀԱՏ — (ի, ից կամ աց.) NBH 2 0916 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 5c, 8c, 13c գ. Հատ ցորենոյ, եւ որ ինչ նման է նմին. *Ցորենահատ եմ Աստուծոյ, եւ յատամունս դազանացաղացեալ լինիմ, եւ գտանիմ հաց սուրբ Աստուծոյ. Ածազգ. ՟Է: *Մեռաւ… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”