σῑτο-πομπία

σῑτο-πομπία

σῑτο-πομπία, ἡ, = σιτοπομπεία; βουλόμενος τῆς σιτοπομπίας κύριος γενέσϑαι, Dem. 18, 87, vgl. 241. 301; D. Sic. 13, 88.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • κριθοπομπία — κριθοπομπία, ἡ (Α) αποστολή κριθαριού. [ΕΤΥΜΟΛ. < κριθή + πομπία (< πομπός < πέμπω), πρβλ. ονειρο πομπία, σιτο πομπία] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”