- σῑτανίας
σῑτανίας, ὁ, πυρός, eine staudenartige Weizenart, Theophr., v. l. σητανίας, s. oben.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σῑτανίας, ὁ, πυρός, eine staudenartige Weizenart, Theophr., v. l. σητανίας, s. oben.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σιτανίας — σιτανίᾱς , σιτανίας masc acc pl σιτανίᾱς , σιτανίας masc nom sg (attic epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σιτανίας — ὁ, Α 1. είδος δημητριακού 2. πιθ. διάφορη γραφή τού σητάνειος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < σῖτος + επίθημα ανίας (πρβλ. ὑφ ανίας)] … Dictionary of Greek
σιτανίου — σιτανίας masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σίτος — ο / σῑτος, ΝΜΑ, και ετερόκλ. τ. πληθ. τά σίτα, Α το σιτάρι νεοελλ. φρ. «συγκέντρωση σίτου» η από το κράτος αγορά τής ετήσιας εγχώριας σιτοπαραγωγής σε τιμές ανώτερες τών εισαγόμενων από το εξωτερικό σιτηρών με στόχο αφ ενός την προστασία τού… … Dictionary of Greek