σῑτ-αγωγός

σῑτ-αγωγός

σῑτ-αγωγός, Getreide führend, herbeiführend; σ. πλοῖα, Proviantschiffe, Her. 7, 147; Thuc. 6, 33. 8, 4; Xen. An. 1, 7, 15; Andoc. 2, 21; Sp., s. Lob. Phryn. p. 430.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • λαρκαγωγός — λαρκαγωγός, ὁ (Α) αυτός που μεταφέρει καλάθι με κάρβουνα. [ΕΤΥΜΟΛ. < λάρκος (ὁ) «κοφίνι για τη μεταφορά ξυλοκάρβουνων» + αγωγός (< ἄγω), πρβλ. δημ αγωγός, σιτ αγωγός] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”