- σῑτ-αρχία
σῑτ-αρχία, ἡ, das Proviantamt, das eine Stadt, ein Heer mit Proviant versieht; πρὸς τὰς σιταρχίας εἰς τὴν πόλιν παρειςιόντων, Pol. 5, 75, 1; ἕως ἂν ἑτοιμασϑῇ τὰ κατὰ τὰς σι ταρχίας αὐτοῖς, 1, 66, 6, wo es auch = σιταρκία, Proviant, erklärt wird.
http://www.zeno.org/Pape-1880.