- σῑτό-μετρον
σῑτό-μετρον, τό, – σιτομέτριον, Plut. parall. 31.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σῑτό-μετρον, τό, – σιτομέτριον, Plut. parall. 31.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
νειλομέτριον — νειλομέτριον, τὸ (Α) ειδική εγκατάσταση στον ποταμό Νείλο για τη μέτρηση τής ανύψωσης και πτώσης τών υδάτων τού ποταμού, που παρατηρείται κάθε χρόνο, αλλ. νειλοσκοπείον, το σημερινό νειλόμετρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < Νείλος + μέτριον < μέτρον), πρβλ.… … Dictionary of Greek