- σῆστρον
σῆστρον, τό, das Sieb, Hesych.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σῆστρον, τό, das Sieb, Hesych.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σήστρον — τὸ Α λεπτό κόσκινο, σήτα. [ΕΤΥΜΟΛ. < σήθω «κοσκινίζω» + επίθημα τρον (πρβλ. ἄρο τρον)] … Dictionary of Greek
σῆστρα — σῆστρον sieve neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σηστρίδιον — τὸ, Α μικρό σῆστρον*, κοσκινάκι. [ΕΤΥΜΟΛ. < σῆστρον «κόσκινο» + υποκορ. κατάλ. ίδιον (πρβλ. βιβλ ίδιον)] … Dictionary of Greek