σώομαι, = σοῦμαι, σεύομαι, Ap. Rh. 2, 1012. 3, 307.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σώομαι — Α σεύομαι*. [ΕΤΥΜΟΛ. < βλ. λ. σεύω] … Dictionary of Greek