σμῶδιξ — weal fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σμώδιξ — ώδιγγος, ἡ, Α πρήξιμο που προξενείται από χτύπημα. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. πρέπει να έχει σχηματιστεί από την ετεροιωμένη βαθμίδα τής ρίζας σμη τού ρ. σμῶ* «πλένω, καθαρίζω» (πρβλ. σμώ χώ), μέσω ενός αμάρτυρου προσηγορικού *σμω δ(ο) με το εκφραστικό… … Dictionary of Greek
μώδιξ — μῶδιξ, ἡ (Α) (κατά τον Ησύχ.) «σμῶδιξ», πρήξιμο από χτύπημα, μώλωπας. [ΕΤΥΜΟΛ. Παρλλ. τ. τού σμῶδιξ φλέψ, φλυκτίς (Ησύχ.), με σίγηση τού αρκτικού σ (πρβλ. σμικρός: μικρός)] … Dictionary of Greek
мадеж — матеж пятно на лице (беременной) , вторая форма – под влиянием мать; малеж – то же (под влиянием малина), сербохорв. ма̏деж родимое пятно , мла̏деж – то же (от мла̑д); словен. mа̑dеž пятно, ржавчина, родинка . Недостоверно родство с греч. σμῶδιξ … Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера
σμωδικός — ή, όν, Α [σμῶδιξ] ο σχετικός με σμώδιγγες («σμωδικὸν φάρμακον» έμπλαστρο για πρήξιμο που προξενείται από χτύπημα) … Dictionary of Greek
σμώγω — Α πλήττω. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. σμώγω απαντά στο Μέγα Ετυμολογικόν, όπου θεωρείται ως ο ρηματικός τ. από τον οποίο παράγεται η λ. σμῶδιξ] … Dictionary of Greek
σμωδίγγων — σμω̱δίγγων , σμῶδιξ weal fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σμώδιγγα — σμώ̱διγγα , σμῶδιξ weal fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σμώδιγγας — σμώ̱διγγας , σμῶδιξ weal fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σμώδιγγες — σμώ̱διγγες , σμῶδιξ weal fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σμώδιγγι — σμώ̱διγγι , σμῶδιξ weal fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)