- σμῑλάκινος
σμῑλάκινος, vom Taxusbaum od. seinem Holze, Poll. 5, 32.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σμῑλάκινος, vom Taxusbaum od. seinem Holze, Poll. 5, 32.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σμιλάκινος — ίνη, ον, Α κατασκευασμένος από σμίλακα. [ΕΤΥΜΟΛ. < σμῖλαξ, ίλακος + κατάλ. ινος (πρβλ. λίθ ινoς)] … Dictionary of Greek
σμιλακίνου — σμιλάκινος of the masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σμιλάκινα — σμιλάκινος of the neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σμιλάκειος — εία, ον, Α [σμῑλαξ, ίλακος] σμιλάκινος* … Dictionary of Greek