- σμῑλιωτός
σμῑλιωτός, wie eine σμίλη gestaltet, Chir. vett.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σμῑλιωτός, wie eine σμίλη gestaltet, Chir. vett.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σμιλιωτός — shaped like a masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σμιλιωτός — και μηλιωτός, ή, όν, Α 1. αυτός που έχει το σχήμα σμιλίου 2. το αρσ. ως ουσ. ὁ σμιλιωτός είδος φυτού, ο κοπίσκος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < σμιλίον + κατάλ. ωτός (πρβλ. οδοντ ωτός)] … Dictionary of Greek
σμιλιωτῶν — σμιλιωτός shaped like a fem gen pl σμιλιωτός shaped like a masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σμιλιωτοῖς — σμιλιωτός shaped like a masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σμιλιωτούς — σμιλιωτός shaped like a masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σμιλιωτῷ — σμιλιωτός shaped like a masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μηλιωτός — μηλιωτός, ή, όν (Α) βλ. σμιλιωτός … Dictionary of Greek
μιλωτή — μιλωτή, ἡ (Μ) ραβδί. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. πρόκειται για το ουσ. μηλωτή (< μήλη «χειρουργικό εργαλείο») με ι από παρετυμολογική επίδραση τού σμίλη (πρβλ. και σμιλιωτός: μηλιωτός)] … Dictionary of Greek