σμῑκρύνω

σμῑκρύνω

σμῑκρύνω, att. statt μικρύνω.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • σμικρύνω — σμικρύνω, σμίκρυνα βλ. πίν. 48 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • σμικρύνω — ΝΜΑ [σμικρός] νεοελλ. 1. κάνω κάτι μικρότερο, ελαττώνω ως προς τις διαστάσεις, σε αντιδιαστολή προς το μεγεθύνω 2. αναπαριστώ κάτι σε μικρότερο μέγεθος μσν. αρχ. υποβιβάζω, ταπεινώνω αρχ. θεωρώ κάτι ευτελές, ασήμαντο …   Dictionary of Greek

  • σμικρύνω — σμίκρυνα, σμικρύνθηκα, κάνω κάτι μικρότερο, περιορίζω τις διαστάσεις του: Σμίκρυνε το σχήμα με φωτοτυπικά μηχανήματα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κατεσμίκρυνται — κατά σμικρύνω think meanly of perf ind mp 3rd sg κατά σμικρύνω think meanly of perf ind mp 3rd pl (epic ionic) κατά σμικρύνω think meanly of perf ind mp 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατεσμικρύνθην — κατά , εἰσ μικρύνω belittle aor ind pass 3rd pl (epic doric aeolic) κατά , εἰσ μικρύνω belittle aor ind pass 1st sg (homeric ionic) κατά σμικρύνω think meanly of aor ind pass 3rd pl (epic doric aeolic) κατά σμικρύνω think meanly of aor ind pass… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατεσμίκρυνε — κατεσμίκρῡνε , κατά , εἰσ μικρύνω belittle pres imperat act 2nd sg κατεσμίκρῡνε , κατά , εἰσ μικρύνω belittle aor ind act 3rd sg (homeric ionic) κατεσμίκρῡνε , κατά , εἰσ μικρύνω belittle imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) κατεσμίκρῡνε ,… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συγκατεσμίκρυνεν — συγκατεσμίκρῡνεν , σύν , κατά , εἰσ μικρύνω belittle aor ind act 3rd sg (homeric ionic) συγκατεσμίκρῡνεν , σύν , κατά , εἰσ μικρύνω belittle imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) συγκατεσμίκρῡνεν , σύν , κατά σμικρύνω think meanly of aor ind… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνεσμίκρυνεν — συνεσμίκρῡνεν , σύν , εἰσ μικρύνω belittle aor ind act 3rd sg (homeric ionic) συνεσμίκρῡνεν , σύν , εἰσ μικρύνω belittle imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) συνεσμίκρῡνεν , σύν σμικρύνω think meanly of aor ind act 3rd sg συνεσμίκρῡνεν , σύν …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • умаляю — @font face {font family: ChurchArial ; src: url( /fonts/ARIAL Church 02.ttf );} span {font size:17px;font weight:normal !important; font family: ChurchArial ,Arial,Serif;}  =  глаг. (греч. σμικρύνω) уменьшаю, убавляю.   … …   Словарь церковнославянского языка

  • ημισεύω — ἡμισεύω (AM) [ήμισυς] 1. διαιρώ κάτι στα δύο, σμικρύνω κατά το ήμισυ διχοτομώ, μεσιάζω 2. βράζω κάτι ώσπου να μείνει το μισό …   Dictionary of Greek

  • μικραίνω — (Μ σμικραίνω και σμικρύνω) [μικρός] 1. καθιστώ κάτι μικρό ή μικρότερο σε σχέση με ό,τι ήταν πριν, ελαττώνω, μειώνω 2. γίνομαι μικρότερος, ελαττώνομαι, λιγοστεύω («οι μέρες άρχισαν να μικραίνουν») μσν. 1. υποτιμώ 2. συντομεύω 3. μτφ. υποβιβάζομαι… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”