- σμῆμα
σμῆμα, τό, = σμῆγμα, Philoxen. coen. bei Ath. IX, 409 f; nach Phryn. die attische Form, Lob. p. 253.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σμῆμα, τό, = σμῆγμα, Philoxen. coen. bei Ath. IX, 409 f; nach Phryn. die attische Form, Lob. p. 253.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σμῆμα — soap neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σμήμα — και δωρ. τ. σμᾱμα, ήματος, τὸ, Α καθετί που χρησιμεύει για καθαρισμό, σαπούνι, απορρυπαντική αλοιφή. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. σμη τού σμῶ* + κατάλ. μα. Ο τ. σμᾶμα της Αλεξανδρινής είναι σχηματισμένος κατά τους δωρ. τ.] … Dictionary of Greek
σμήμασιν — σμῆμα soap neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σμήματι — σμῆμα soap neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζμήμα — το (Α ζμῆμα) σμήμα* … Dictionary of Greek
σμάμα — τὸ, Α (δωρ. τ.) βλ. σμῆμα … Dictionary of Greek
σμήγμα — Η λέξη προέρχεται από το ρήμα σμήχω = σφουγγίζω, και σημαίνει το λιπαρό έκκριμα του δέρματος. Σμηγματογόνοι εξάλλου αδένες λέγονται μικροί και κυψελοειδείς αδένες που βρίσκονται διάσπαρτοι στο δέρμα του ανθρώπου και άλλων θηλαστικών. Οι… … Dictionary of Greek
σμήλη — ἡ, Α σμῆμα*. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. σμη τού σμῶ* + επίθημα λη (πρβλ. μή λη, τρώγ λη)] … Dictionary of Greek
σμηματοδοκίς — ίδος, ἡ, Α (κατά τον Ησύχ.) κουτί για τοποθέτηση απορρυπαντικής αλοιφής. [ΕΤΥΜΟΛ. < σμῆμα, ήματος + δοκίς (< δοκος < δέχομαι)] … Dictionary of Greek
σμηματοδόχος — ον, Α (κατά τον Ησύχ.) αυτός που χρησιμεύει για τοποθέτηση απορρυπαντικής αλοιφής. [ΕΤΥΜΟΛ. < σμῆμα, ήματος + δόχος (< δέχομαι), πρβλ. σιτο δόχος] … Dictionary of Greek
σμηματοθήκη — ἡ, Α (κατά τον Ησύχ.) κουτί για τοποθέτηση απορρυπαντικής αλοιφής. [ΕΤΥΜΟΛ. < σμῆμα, ήματος + θήκη] … Dictionary of Greek