σμήλη, ἡ, = σμῆγμα, Alex. Trall.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σμήλη — ἡ, Α σμῆμα*. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. σμη τού σμῶ* + επίθημα λη (πρβλ. μή λη, τρώγ λη)] … Dictionary of Greek