- σμήκτης
σμήκτης, ὁ, der Abwischende, Reinigende (?).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σμήκτης, ὁ, der Abwischende, Reinigende (?).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σμήκτης — ὁ, Α [σμήχω] αυτός που καθαρίζει με τριβή … Dictionary of Greek
σμηκτικός — ή, ό / σμηκτικός, ή, όν, ΝΑ [σμήκτης] 1. ο σχετικός με το σμήγμα ή με τη σμήξη 2. (κυρίως για φάρμακα) αυτός που έχει καθαρτική δύναμη («ἔτι δὲ σμηκτικοὶ [οἱ βολβοί] καὶ ἀμβλυντικοὶ ὄψεως», Αθήν.) νεοελλ. φρ. α) «σμηκτική κατάσταση» φυσ. χημ.… … Dictionary of Greek