σίνᾱπι

σίνᾱπι

σίνᾱπι u. σίνᾱπυ, τό, poet. σίνηπυ, υος, aus Nic. bei Ath. IX c. 2 (369 e), wo er als Ableitung angiebt, ὅτι σίνεται το ὺς ὦπας ἐν τῇ ὀδμῇ, – Senf, lat. sinapi; die bessern Att. brauchen aber keine dieser beiden Formen, sondern νᾶπυ, Ath. IX, 367 a; vgl. Lob. Phryn. p. 288; Crates bei Ath. a. a. O. führt aus Ar. Equitt. 631 βλέπε σίναπυ an, wo aber, wie Ath. auch bemerkt, ἔβλεψε νᾶπυ gelesen wird.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • σινάπι — Όνομα με το οποίο είναι γνωστά τα φυτά σίναπις η λευκή και σίναπις η μελάνη, που ανήκουν στην οικογένεια των Σταυρανθών ή Κρουτσιφόρων (δικοτυλήδονα) και είναι πόες άγριες και κοινές, ακόμα και στα ακαλλιέργητα εδάφη των εύκρατων περιοχών. Η… …   Dictionary of Greek

  • σίναπι — Όνομα με το οποίο είναι γνωστά τα φυτά σίναπις η λευκή και σίναπις η μελάνη, που ανήκουν στην οικογένεια των Σταυρανθών ή Κρουτσιφόρων (δικοτυλήδονα) και είναι πόες άγριες και κοινές, ακόμα και στα ακαλλιέργητα εδάφη των εύκρατων περιοχών. Η… …   Dictionary of Greek

  • σινάπι — σινά̱πῑ , σίναπι mustard neut dat sg (epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σίναπι — σίνᾱπι , σίναπι mustard neut voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σινάπι — το ιού 1. είδος φυτού, λαψάνα. 2. «κόκκος σιναπιού», μικρή ποσότητα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • νάπυ — νᾱπυ, υος, τὸ (Α) (αττ. τ.) σινάπι. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. δάνεια λ., για την προέλευση τής οποίας έχουν γίνει διάφορες υποθέσεις. Η προφανής, αλλ όχι ικανοποιητικά ερμηνευμένη, σχέση τών νᾶπυ, σίναπι οδήγησε στην υπόθεση τής αιγυπτιακής τους… …   Dictionary of Greek

  • σιναπικός — ή, ό, Ν [σινάπι] 1. αυτός που γίνεται με σινάπι ή που προέρχεται από σινάπι 2. φρ. «σιναπικό οξύ» χημ. ακόρεστο αρωματικό οξύ, γνωστό και ως 4 υδροξυ 3, 5 διμεθοξυ κιναμμωμικό οξύ, τού οποίου ο εστέρας με χολίνη αποτελεί τη σιναπίνη που εξάγεται… …   Dictionary of Greek

  • σιναπούχος — ο, Ν αυτός που περιέχει σινάπι, πασπαλισμένος με σινάπι («σιναπούχος χάρτης»). [ΕΤΥΜΟΛ. < σινάπι «είδος φυτού» + ούχος*] …   Dictionary of Greek

  • σινάπει — σινά̱πει , σίναπι mustard neut nom/voc/acc dual (attic epic) σινά̱πεϊ , σίναπι mustard neut dat sg (epic) σινά̱πει , σίναπι mustard neut dat sg (attic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σιναπίδι — το / σιναπίδιον, ΝΜΑ κοκκινόχωμα, βαφική ουσία, το σινωπίδιον*, η σινωπική* νεοελλ. νόσος τών φυτών, σκωρίαση τών σιτηρών αρχ. μικρό σινάπι. [ΕΤΥΜΟΛ. < σίναπι «είδος φυτού» + υποκορ. κατάλ. ίδιον (πρβλ. βιβλ ίδιον)] …   Dictionary of Greek

  • σιναπίζω — και συναπήζω και συναπίζω Α [σίναπι] τοποθετώ έμπλαστρο με σινάπι, κάνω σιναπισμό …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”