σίδιον

σίδιον

σίδιον, τό, die Schale des Granatapfels, eigtl. dim. von σίδη, Ar. Nubb. 871; Alciphr. 3, 60 u. a. Sp.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • σίδιον — pomegranate peel neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σιδίοις — σίδιον pomegranate peel neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σιδίοισι — σίδιον pomegranate peel neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σιδίου — σίδιον pomegranate peel neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σιδίων — σίδιον pomegranate peel neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σιδίῳ — σίδιον pomegranate peel neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σίδια — σίδιον pomegranate peel neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σίδιο — το / σίδιον, ΝΑ [σίδη] νεοελλ. το ρόδι αρχ. 1. ο φλοιός τού ροδιού 2. (η δοτ.) σιδίῳ (κατά τον Ησύχ.) «κόκκῳ ῥοιᾱς» 3. στον πληθ. τὰ σίδια (κατά τον Ησύχ.) «τὰ τῶν ῥοιῶν λέπυρα σίδαι γὰρ αἱ ῥοιαί. τίθεται δὲ καὶ ἐπὶ πάντων χλωρῶν» …   Dictionary of Greek

  • σιδιοειδής — ές, Α αυτός που έχει χρώμα χρυσοκίτρινο σαν το χρώμα τού φλοιού τού ροδιού, ωχρός, χλομός. [ΕΤΥΜΟΛ. < σίδιον «φλοιός τού ροδιού» + ειδής*] …   Dictionary of Greek

  • σιδιωτόν — τὸ, ΜΑ φάρμακο παρασκευαζόμενο από σίδιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < σίδιον «φλοιός τού ροδιού» + κατάλ. ωτός (πρβλ. ὀδοντ ωτός)] …   Dictionary of Greek

  • σιλβία — ἡ, Α (κατά τον Ησύχ.) «σιδία». [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. τού σίδιον «φλοιός ροδιού» (βλ. και λ. σίλβαι)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”