- προς-άρκτιος
προς-άρκτιος, gegen Norden gelegen, nördlich, Pol. 34, 5, 9 u. a. Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
προς-άρκτιος, gegen Norden gelegen, nördlich, Pol. 34, 5, 9 u. a. Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
άρκτος — Ονομασία που έδωσαν οι αρχαίοι Έλληνες στα νεαρά κορίτσια τα οποία έκαναν κινήσεις ανάλογες με της αρκούδας (άρκτου) στην τελετή της γιορτής των Βραυρωνίων, στην οποία τιμούσαν τη θεά Άρτεμη τη Βραυρωνία. Η τελετή γινόταν στη Βραυρώνα της Αττικής … Dictionary of Greek
προσάρκτιος — ον, Α στραμμένος προς τον Βορρά, βορεινός. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ἄρκτιος «αρκτικός, βόρειος» (< ἄρκτος «Βορράς, Βόρειος Πόλος»)] … Dictionary of Greek