- σίγω
σίγω, lakon. = ϑίγω, Ar. Lys. 1004.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σίγω, lakon. = ϑίγω, Ar. Lys. 1004.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σιγώ — σιγῶ, άω, ΝΜΑ [σῑγα] 1. τηρώ σιγή, μένω σιωπηλός, σωπαίνω, σιωπώ («σίγα, μή τις τ ἄλλος Ἀχαιῶν τοῡτον ἀκούσῃ μῡθον», Ομ. Ιλ.) 2. (για πράγμ.) καταπαύω, ησυχάζω, σταματώ (α. «σίγησαν τα μίση» β. «σίγησε η θύελλα» γ. «σιγῶν δ ὄλεθρος καὶ μέγα… … Dictionary of Greek
σιγώ — σιγώ, σίγησα βλ. πίν. 73 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
σιγώ — σίγησα 1. σιωπώ: Σίγησαν όλοι μόλις ανέβηκε στο βήμα ο πρωθυπουργός. – Σίγησαν τα κανόνια. 2. κοπάζω: Σίγησε ο πολιτικός σάλος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σιγῶ — σῑγῶ , σιγάω keep silence pres imperat mp 2nd sg σῑγῶ , σιγάω keep silence pres subj act 1st sg (attic epic ionic) σῑγῶ , σιγάω keep silence pres ind act 1st sg (attic epic ionic) σῑγῶ , σιγάω keep silence pres subj act 1st sg (attic epic… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Τὰ δ’ἄλλα σιγῶ. — (βοῦς ἐπὶ γλώσσῃ μέγας Βέβηκεν). См. Об этом история умалчивает … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
σιωπώ — σιωπῶ, άω, ΝΜΑ, και σωπώ Ν, και σωπῶ, άω, ΜΑ (αμτβ.) τηρώ σιωπή, μένω σιωπηλός, σωπαίνω νεοελλ. δεν ηχώ ή παύω να ηχώ («η καμπάνα σιώπησε») αρχ. 1. καθίσταμαι βουβός, χάνω τη φωνή μου, βουβαίνομαι 2. (για μέλισσες) ησυχάζω, ηρεμώ 3. (μτβ.) φυλάγω … Dictionary of Greek
υποσιγώ — άω, Α [σιγῶ] σιγώ, σωπαίνω ενόσω γίνεται κάτι … Dictionary of Greek
об этом история умалчивает — (иноск.) не договаривает Ср. Принимал ли (начальник) гусей и поросят, местная хроника об этом умалчивала... Н. Макаров. Воспоминания. 1, 10. Ср. Das verschweigt des Sängers Höflichkeit. Об этом умалчивает скромность певца. Повторительная строка в … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона
Об этом история умалчивает — Объ этомъ исторія умалчиваетъ (иноск.) не договариваетъ. Ср. Принималъ ли (начальникъ) гусей и поросятъ, мѣстная хроника объ этомъ умалчивала... Н. Макаровъ. Воспоминанія. 1, 10. Ср. Das verschweigt des Sängers Höflichkeit. Пер. Объ этомъ… … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
ασίγητος — η, ο (AM ἀσίγητος, ον) [σιγώ] 1. αυτός που ποτέ δεν μένει σιωπηλός, αυτός που πάντα θορυβεί 2. ο αδιάκοπος … Dictionary of Greek
σίγα — Α 1. (ως επίρρ.) α) σιωπηλά («ἄκουε σῑγα», Σοφ.) β) με σιγανή φωνή, ψιθυριστά («σῑγα σήμαινε», Σοφ.) 2. (ως επιφών.) σιωπή! [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για επίρρ. άγνωστης ετυμολ. που, κατά την επικρατέστερη άποψη, αποτελεί εκφραστικό σχηματισμό από θ. σι … Dictionary of Greek