- σίμωμα
σίμωμα, τό, das Aufwärtsgebogene, Aufgestülpte; νεὼς σίμωμα, das aufwärtsgebogene Vordertheil des Schiffes, Plut. Pericl. 26; nach Schol. Pind. Ol. 8, 33 = ἔμβολον.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σίμωμα, τό, das Aufwärtsgebogene, Aufgestülpte; νεὼς σίμωμα, das aufwärtsgebogene Vordertheil des Schiffes, Plut. Pericl. 26; nach Schol. Pind. Ol. 8, 33 = ἔμβολον.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σίμωμα — σί̱μωμα , σίμωμα anything turned up neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σίμωμα — το, ΝΑ [σιμῶ / ώνω] νεοελλ. το πλησίασμα, η προσέγγιση αρχ. το να είναι κάτι σιμό, καμπύλο … Dictionary of Greek
σίμωμα — το, ατος πλησίασμα, ζύγωμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πλησίασμα — το, ΝΑ [πλησιάζω] η πράξη και το αποτέλεσμα τού πλησιάζω, προσέγγιση, ζύγωμα, σίμωμα νεοελλ. 1. συναναστροφή 2. ερωτικό σμίξιμο, συνουσία 3. (σχετικά με χρόνο) το να κοντεύει κάτι, να πλησιάζει η ώρα του 4. το να είναι κάτι παραπλήσιο με κάτι… … Dictionary of Greek
πλησιασμός — και δωρ. τ. πλατιασμός, ὁ, Α [πλησιάζω] 1. η πράξη τού πλησιάζω, προσέγγιση, ζύγωμα, σίμωμα 2. (κυρίως για ζώα) σαρκική ένωση, συνουσία … Dictionary of Greek
υπόπρωρος — η, ο / ὑπόπρῳρος, ον, ΝΑ, θηλ. και ος Ν νεοελλ. 1. αυτός που βρίσκεται κάτω από την πλώρη πλοίου 2. φρ. «υπόπρωρη άγκυρα» ναυτ. βοηθητική άγκυρα που είχαν μερικά παλαιά ιστιοφόρα κάτω από τη στείρα τής πλώρης αρχ. (για πλοίο) αυτός που έχει… … Dictionary of Greek
πλεύριση — πλεύριση, η και πλεύρισμα, το 1. το πλησίασμα του πλεούμενου στην ακτή ή σε άλλο πλεούμενο, το ζύγωμα, αλλιώς κοτσάρισμα: Η πλεύριση του πλοίου είναι δύσκολη με τη θαλασσοταραχή. 2. πλησίασμα, σίμωμα, ζύγωμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σιμώματα — σῑμώματα , σίμωμα anything turned up neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)