- σίντωρ
σίντωρ, ορος, ὁ, = Vorigem, Ep. ad. 131 (VI, 45).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σίντωρ, ορος, ὁ, = Vorigem, Ep. ad. 131 (VI, 45).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σίντωρ — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σίντωρ — ορος, ὁ, Α ο σίντης*, ο κλέφτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. σιν τού σίνομαι «βλάπτω, καταστρέφω» + επίθημα τωρ (πρβλ. πράκ τωρ)] … Dictionary of Greek
σίντορα — σίντωρ masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)