σίπαρος — ο, Ν ναυτ. το ελαφρό τετράγωνο πανί που βρίσκεται πάνω από τον φώσωνα, τον παπαφίγγο, κν. κούντρος ή κοντραπαπαφίγγος. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. supparus, i / supparum, i / siparum, i «οθόνη, ιστίο» (< supo / sipo «ρίχνω, απλώνω, σκορπίζω»)] … Dictionary of Greek
κουντρίνι — το ναυτ. σίπαρος … Dictionary of Greek
κούντρος — ο ναυτ. κατηγορία ιστίων πλοίου (α. «μεγάλος κούντρος» σίπαρος β. «πλωριός κούντρος» σιπάριο) … Dictionary of Greek
παπαφίγκος — και παπαφίγγος και μπα < ρίγγος, ο 1. τετράγωνο ιστίο πάνω από τον δόλωνα, ο φώσωνας 2. φρ. α) «πλωριός παπαφίγκος» το φωσώνιο β) «κόντρα παπαφίγκος» ο σιπαρός και το σιπάριο 3. παροιμ. «ήβρες ναύτη για τον παπαφίγκο» λέγεται ειρωνικά σε… … Dictionary of Greek
σιπαρίδα — και λόγιος τ. σιπαρίς, η, Ν ναυτ. το πανί που βρίσκεται στο πιο ψηλό σημείο τού ιστού τού επιδρόμου στα τρίστηλα ιστιοφόρα πλοία, κν. κόντρα μπέλμπερης. [ΕΤΥΜΟΛ. < σίπαρος «ιστίο» + επίθ. ίς, ίδος] … Dictionary of Greek
συπάριο(ν) — το, Ν [σίπαρος] ναυτ.) το ψηλότερο πανί τού ακάτιου ιστού τών δίστηλων και τρίστηλων ιστιοφόρων πλοίων, κν. πλωριός κούντρος ή πλωριός κοντραπαπαφίγγος … Dictionary of Greek
κατάρτι ή ιστός — Μεγάλο κυλινδρικό δοκάρι, κάθετο στον επιμήκη άξονα του πλοίου, όπου αναρτώνται οι κεραίες που στηρίζουν τα πανιά. Επινοήθηκε, όταν κατέστη δυνατόν να χρησιμοποιηθεί ο άνεμος ως κινητήρια δύναμη. Το κ., και γενικά η αρματωσιά (εξαρτία) των πλοίων … Dictionary of Greek