- σέλλω
σέλλω, dor. statt ἔλλω, ἔλω, εἴλω, εἰλέω, nur bei Gramm.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σέλλω, dor. statt ἔλλω, ἔλω, εἴλω, εἰλέω, nur bei Gramm.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
Σέλλω — Σέλλος masc nom/voc/acc dual Σέλλος masc gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)