- σέβασμα
σέβασμα, τό, das Verehrte, Bewunderte, der Gegenstand der Verehrung, N. T., Clem. Al. u. a. Sp. Auch = Vorigem, D. Hal. 1, 30. 5, 1.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σέβασμα, τό, das Verehrte, Bewunderte, der Gegenstand der Verehrung, N. T., Clem. Al. u. a. Sp. Auch = Vorigem, D. Hal. 1, 30. 5, 1.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σέβασμα — that for which awe is felt neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σέβασμα — το, ΝΑ [σεβάζομαι] νεοελλ. στον πληθ. τα σεβάσματα τα σέβη («τα σεβάσματά μου στους γονείς σου») αρχ. 1. η σέβασις* 2. αντικείμενο σεβασμού και θαυμασμού … Dictionary of Greek
σέβασμα — το, ατος 1. αντικείμενο σεβασμού. 2. αντικείμενο θαυμασμού … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σέβασμ' — σέβασμα , σέβασμα that for which awe is felt neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σεβασμάτων — σέβασμα that for which awe is felt neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σεβάσμασι — σέβασμα that for which awe is felt neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σεβάσμασιν — σέβασμα that for which awe is felt neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σεβάσματα — σέβασμα that for which awe is felt neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σεβάσματι — σέβασμα that for which awe is felt neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σεβάσματος — σέβασμα that for which awe is felt neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σεβάσματ' — σεβάσματα , σέβασμα that for which awe is felt neut nom/voc/acc pl σεβάσματι , σέβασμα that for which awe is felt neut dat sg σεβάσματε , σέβασμα that for which awe is felt neut nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)