σέσῑλος

σέσῑλος

σέσῑλος, , eine Schnecke mit Gehäuse, die auf Sträuchen lebt, Epicharm. bei Ath. II, 63 c; man findet auch σεσελίτης, σέσηλος u. σέμελος geschrieben, doch ist σέμελος nach Hesych. die nackte Schnecke, nach Ath. a. a. O. lacedämonisch = κοχλίας.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • σέσιλος — και, κατά τον Ησύχ., σέσηλος, ὁ, και, κατά τον Διοσκ., σεσέλιτα, τὰ, Α κοχλίας, σαλιγκάρι με όστρακο που ζει σε θάμνους. [ΕΤΥΜΟΛ. Εκφραστικός τ. άγνωστης ετυμολ. (πρβλ. και σέμελος)] …   Dictionary of Greek

  • σέσιλοι — σέσιλος snail masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σέσιλον — σέσιλος snail masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σέμελος — ό, Α (λακων. τ.) ο κοχλίας («Ἀπελλᾱς δὲ Λακεδαιμονίους φησὶ σέμελον τὸν κοχλίαν λέγειν», Αθήν.). [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. παρεφθαρμένος τ. τού σέσιλος*] …   Dictionary of Greek

  • σέσηλος — Α (κατά τον Ησύχ.) βλ. σέσιλος …   Dictionary of Greek

  • σεσέλιτα — τὰ, Α (κατά τον Διοσκ.) βλ. σέσιλος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”