σάλος

σάλος

σάλος, , jede schwankende, unruhige Bewegung, das Wanken, Schwanken, Schwappen; vorzüglich von der unruhigen Bewegung des Meeres, πόντου σάλος Eur. Hec. 28, πόντιος I. T. 1443, wie Ar. Th. 872; ἐκ πολλοῦ σάλου εὕδοντ' ἐπ' ἀκτῆς, Soph. Phil. 271. Dah. übertr., πόλις ἀνακουφίσαι κάρα βυϑῶν ἔτ' οὐχ οἵα τε φοινίου σάλου, aus dem blutigen Meere der Krankheit, Soph. O. R. 24. – Bes. von dem Schwanken eines Schiffes, welches auf dem Meere vor Anker liegt, σάλος ἐπ' ἀγκύρας ὑπόκειται τοῖς ναυτιλλομένοις, D. Sic. 3, 44; daher auch ein Ort nahe am Ufer, der zwar keinen Hafen hat, aber den Schiffen einen Ankerplatz gewährt, πολισμάτιον ἀλίμενον μέν, σάλους δὲ ἔχον, Pol. 1, 53, 10; – und die durch das Schwanken des Schiffes hervorgebrachte Uebelkeit, καρηβαρεῖν ὑπὸ σάλου, Luc. Hermot. 28. – Uebertr., Unruhe, Erschütterung, τὰ μὲν δὴ πόλεος πολλῷ σάλῳ σείσαντες ὤρϑωσαν πάλιν, Soph. Ant. 163, in welchem Sinne Alcman bei Apoll. Dysc. auch das Wort als neutr. braucht, καὶ τῆνος ἐν σάλεσιν πολλοῖς ἥμενος.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • σαλός — silly masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σάλος — tossing motion masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σαλός — ή, ό / σαλός, ή, όν, ΝΜΑ ανόητος, μωρός, ηλίθιος, ανισόρροπος. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Ο τ. έχει πιθ. προέλθει από τη λ. σάλος με καταβιβασμό τού τόνου] …   Dictionary of Greek

  • σάλος — ο 1. κλυδωνισμός, ταλάντευση πλοίου. 2. θαλασσοταταχή: Οι ισχυροί άνεμοι προκάλεσαν σάλο. 3. μτφ., ταραχή, αναστάτωση: Πολιτικός σάλος. – Δημιουργήθηκε σάλος μέσα στην αίθουσα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σάλος — ο, ΝΜΑ 1. ισχυρή κύμανση τής θάλασσας, θαλασσοταραχή («ἐν πόντου σάλῳ πολλοῑς διαύλοις κυμάτων φορούμενος», Ευρ.) 2. (για πλοία, καθώς και για τους επιβάτες του) κλυδωνισμός λόγω τρικυμίας 3. μτφ. α) θορυβώδης ανακίνηση, ανατάραξη (α. «σάλο… …   Dictionary of Greek

  • σαλός — ή, ό ανόητος, ηλίθιος, τρελός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σαλά — σαλός silly neut nom/voc/acc pl σαλά̱ , σαλός silly fem nom/voc/acc dual σαλά̱ , σαλός silly fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σαλόν — σαλός silly masc acc sg σαλός silly neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σάλω — σάλος tossing motion masc nom/voc/acc dual σάλος tossing motion masc gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σαλαί — σαλός silly fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σαλούς — σαλός silly masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”